Ζώντας εδώ κι οκτώ χρόνια στην Ελλάδα την κατάσταση της χώρας και τις αντιδράσεις που αυτή προκαλεί, νιώθω υποχρεωμένη να παρέμβω. Εδώ και μήνες δίδεται για την Ελλάδα η εικόνα μιας χώρας όπου βασιλεύει η διαφθορά, όπου η φοροδιαφυγή είναι εθνικό άθλημα κι όπου τα σκάνδαλα ξεσπούν και αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο με πυρετώδη ρυθμό.
Τίποτα από όλα τα παραπάνω δεν είναι εντελώς ψέμα -και πρόθεσή μου δεν είναι να εξωραΐσω την πραγματικότητα. Από την άλλη, συχνά η νοηματοδότηση κάποιου πράγματος εξαρτάται και από το πώς αυτό λέγεται. (Φωτογραφία στη κορυφή:Πίνακας της Δήμητρας Ερμείδου, `'Quilty as usual",2009)
Όμως, γνωρίζω:
πρώτον εμείς, οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, δεν είμαστε δα και παράδειγμα αρετής και δε δικαιούμαστε να δίνουμε μαθήματα σε άλλους·
δεύτερον , δεν κερδίζουμε τίποτα με το να εξευτελίζουμε έναν εταίρο μας που είναι ήδη αποδυναμωμένος, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για έναν ολόκληρο λαό·
τρίτον , μου φαίνεται πως τριάντα χρόνια συμβίωσης δεν αρκούσαν για να γνωρίσουμε πραγματικά και να κατανοήσουμε τους Έλληνες «εξαδέλφους» μας, που δεν είναι ταυτόσημοι με εμάς.
δεύτερον , δεν κερδίζουμε τίποτα με το να εξευτελίζουμε έναν εταίρο μας που είναι ήδη αποδυναμωμένος, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για έναν ολόκληρο λαό·
τρίτον , μου φαίνεται πως τριάντα χρόνια συμβίωσης δεν αρκούσαν για να γνωρίσουμε πραγματικά και να κατανοήσουμε τους Έλληνες «εξαδέλφους» μας, που δεν είναι ταυτόσημοι με εμάς.
Πρόκειται για κάτι αυτονόητο, που όμως συχνά το λησμονούμε: οι Έλληνες δεν είναι δυτικοευρωπαίοι -και με τη χάρη του Θεού δε θα γίνουν ποτέ. Απέναντι στη νομοθεσία δεν έχουν τα ίδια αντανακλαστικά με εμάς: δε διαθέτουν αυτήν την προδιάθεση προς τη νομιμοφροσύνη, που δίχως άλλο μας έχει κληροδοτηθεί από τη Ρώμη και χαρακτηρίζει τη δύση. Στην Ελλάδα ο κανόνας δεν είναι υποχρεωτικός· τα πράγματα δεν εξελίσσονται σύμφωνα με το νόμο, που εδώ έχει μάλλον ενδεικτικό ρόλο.
Θυμάμαι συχνά τι μας είχε πει ο καθηγητής μας των ελληνικών στο πρώτο μας μάθημα: η μεγαλοφυΐα της λατινικής γλώσσας είναι η λογική της αυστηρότητα· η μεγαλοφυΐα των ελληνικών όμως έγκειται στην ευελιξία τους, στην τέχνη των αποχρώσεων. Υπάρχουν σαφώς γραμματικοί κανόνες, αλλά οι εξαιρέσεις, οι αποχρώσεις, οι διαφοροποιήσεις, οι ανώμαλες κλίσεις είναι τόσο πολυάριθμες! Μετά από τόσο καιρό που ζω εδώ, τείνω να πιστέψω πως ό,τι ισχύει στη γλώσσα ισχύει και στις νοοτροπίες των ανθρώπων.
Το πρωτεύον εδώ είναι οι οικογενειακοί και κοινωνικοί δεσμοί. Δεν αρνούμαστε ποτέ μια χάρη σε έναν φίλο και συγγενή, έστω κι αν η χάρη αυτή επισύρει κάποιο βαθμό παραβίασης του νόμου. Βοηθούμε τον πλησίον, το φίλο, νοιαζόμαστε για τις ανάγκες των ανθρώπων, χωρίς κατ' ανάγκη να κατανοούμε πάρα πολύ καλά την έννοια του «γενικού συμφέροντος». Ο νόμος παρακάμπτεται χωρίς συνειδησιακά προβλήματα. Οι Έλληνες εξάλλου παραδέχονται πως προσπαθούν «να κάνουν τη δουλειά τους» χωρίς να νοιάζονται για το νόμο: «δεν είναι καλό μεν, αλλά έτσι είμαστε οι Έλληνες, και ποτέ μας δε θα αλλάξουμε!». Αν περηφανευόμαστε πράγματι για τη διαφορετικότητα, που τη θεωρούμε τον πλούτο της Ευρώπης, θα πρέπει να σεβαστούμε κι αυτή τη διαφορά, χωρίς να εκπλησσόμεθα δήθεν που οι Έλληνες δε συμπεριφέρονται σαν Γερμανοί ή Γάλλοι. Για να αξίζει την ονομασία της η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) χρειάζεται όσοι τη συναποτελούν να γνωρίζονται πραγματικά, και όχι μόνο επιφανειακά, στη βάση στερεοτύπων.
Πριν τελειώσω, θα ήθελα απλά να σημειώσω κάτι σχετικά με μια έκφραση που στα αυτιά μου ακούγεται παράξενα: μιλάμε για «χρέος της Ελλάδας προς την Ευρώπη». Πάντοτε συναισθανόμουν το αντίθετο: πως είναι η Ευρώπη που χρωστάει στην Ελλάδα. Πρόκειται για ένα δάνειο που παραχωρήθηκε εδώ και πάνω από είκοσι πέντε αιώνες κι έκτοτε έχουν δοθεί αμέτρητες δόσεις, που δε καταμετρώνται μεν σε δραχμές ή σε ευρώ, αλλά που η αξιοποίησή τους παρήγαγε ανεκτίμητους θησαυρούς.
Αχ, αν μόνον όχι απλά όλοι οι ελληνιστές της Ευρώπης, αλλά κι όλοι οι φιλόσοφοι, οι αρχιτέκτονες, οι γλύπτες, οι άνθρωποι του θεάτρου, αλλά και όλοι όσοι δε θα ήμαστε ακριβώς ό,τι είμαστε αν δεν είχαμε συναντηθεί στην πορεία της ζωής μας με τον Οδυσσέα, τον Αχιλλέα, τον Οιδίποδα, την Αντιγόνη, τον Προμηθέα, αν δεν είχαμε ακούσει να γίνεται λόγος για τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, αν δεν είχαμε μελετήσει τη χάρη του Ερμή και της Αφροδίτης, την χαμογελαστή γαλήνη στις κόρες, την λαμπερή, επιβλητική, αλλά όχι αλαζονική ωραιότητα του Παρθενώνα, για να μην αναφερθώ σε λίγα μόνο από τα πιο διάσημα σχετικά παραδείγματα, αν όλοι οι ιατροί θυμούνταν τον Ιπποκράτη κι όλοι οι δημοκράτες την Αθήνα, το λίκνο της δημοκρατίας, αν όλοι κάναμε σωστά τους λογαριασμούς μας, ίσως θα αναγνωρίζαμε το γεγονός πως εμείς χρωστάμε στην Ελλάδα και πως τα δισεκατομμύρια ευρώ του ελληνικού χρέους δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με το δικό μας χρέος, που κανείς δε μας ζητά ποτέ να αποπληρώσουμε. Κι ας μην αναφερθούμε σε όλους τους θησαυρούς για τους οποίους καυχώνται τα μουσεία μας, προϊόντα λεηλασίας της ελληνικής γης.
Το πρωτεύον εδώ είναι οι οικογενειακοί και κοινωνικοί δεσμοί. Δεν αρνούμαστε ποτέ μια χάρη σε έναν φίλο και συγγενή, έστω κι αν η χάρη αυτή επισύρει κάποιο βαθμό παραβίασης του νόμου. Βοηθούμε τον πλησίον, το φίλο, νοιαζόμαστε για τις ανάγκες των ανθρώπων, χωρίς κατ' ανάγκη να κατανοούμε πάρα πολύ καλά την έννοια του «γενικού συμφέροντος». Ο νόμος παρακάμπτεται χωρίς συνειδησιακά προβλήματα. Οι Έλληνες εξάλλου παραδέχονται πως προσπαθούν «να κάνουν τη δουλειά τους» χωρίς να νοιάζονται για το νόμο: «δεν είναι καλό μεν, αλλά έτσι είμαστε οι Έλληνες, και ποτέ μας δε θα αλλάξουμε!». Αν περηφανευόμαστε πράγματι για τη διαφορετικότητα, που τη θεωρούμε τον πλούτο της Ευρώπης, θα πρέπει να σεβαστούμε κι αυτή τη διαφορά, χωρίς να εκπλησσόμεθα δήθεν που οι Έλληνες δε συμπεριφέρονται σαν Γερμανοί ή Γάλλοι. Για να αξίζει την ονομασία της η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) χρειάζεται όσοι τη συναποτελούν να γνωρίζονται πραγματικά, και όχι μόνο επιφανειακά, στη βάση στερεοτύπων.
Πριν τελειώσω, θα ήθελα απλά να σημειώσω κάτι σχετικά με μια έκφραση που στα αυτιά μου ακούγεται παράξενα: μιλάμε για «χρέος της Ελλάδας προς την Ευρώπη». Πάντοτε συναισθανόμουν το αντίθετο: πως είναι η Ευρώπη που χρωστάει στην Ελλάδα. Πρόκειται για ένα δάνειο που παραχωρήθηκε εδώ και πάνω από είκοσι πέντε αιώνες κι έκτοτε έχουν δοθεί αμέτρητες δόσεις, που δε καταμετρώνται μεν σε δραχμές ή σε ευρώ, αλλά που η αξιοποίησή τους παρήγαγε ανεκτίμητους θησαυρούς.
Αχ, αν μόνον όχι απλά όλοι οι ελληνιστές της Ευρώπης, αλλά κι όλοι οι φιλόσοφοι, οι αρχιτέκτονες, οι γλύπτες, οι άνθρωποι του θεάτρου, αλλά και όλοι όσοι δε θα ήμαστε ακριβώς ό,τι είμαστε αν δεν είχαμε συναντηθεί στην πορεία της ζωής μας με τον Οδυσσέα, τον Αχιλλέα, τον Οιδίποδα, την Αντιγόνη, τον Προμηθέα, αν δεν είχαμε ακούσει να γίνεται λόγος για τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, αν δεν είχαμε μελετήσει τη χάρη του Ερμή και της Αφροδίτης, την χαμογελαστή γαλήνη στις κόρες, την λαμπερή, επιβλητική, αλλά όχι αλαζονική ωραιότητα του Παρθενώνα, για να μην αναφερθώ σε λίγα μόνο από τα πιο διάσημα σχετικά παραδείγματα, αν όλοι οι ιατροί θυμούνταν τον Ιπποκράτη κι όλοι οι δημοκράτες την Αθήνα, το λίκνο της δημοκρατίας, αν όλοι κάναμε σωστά τους λογαριασμούς μας, ίσως θα αναγνωρίζαμε το γεγονός πως εμείς χρωστάμε στην Ελλάδα και πως τα δισεκατομμύρια ευρώ του ελληνικού χρέους δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με το δικό μας χρέος, που κανείς δε μας ζητά ποτέ να αποπληρώσουμε. Κι ας μην αναφερθούμε σε όλους τους θησαυρούς για τους οποίους καυχώνται τα μουσεία μας, προϊόντα λεηλασίας της ελληνικής γης.
* Η Catherine Martin είναι Ρωμαιοκαθολική μοναχή. Το άρθρο της δημοσιεύθηκε στη γαλλική εφημερίδα La Croixκαι αναδημοσιεύθηκε από το site "Προοδευτική Πολιτική"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε παρακάτω το σχόλιο σας και στην Υποβολή σχολίου ως: επιλέξτε το Ανώνυμος/η και μετά πατήστε την Δημοσίευση σχολίου
Καλό θα είναι (στο τέλος ή την αρχή του σχολίου σας) αν θέλετε να βάζετε το όνομα σας ή ένα ψευδώνυμο.