Κύριο να έχω
την συνείδηση και τον σεβασμό σε όλα τα πλάσματα που αναπνέουν χωρίς να
καταχράζονται το οξυγόνο του πλανήτη. Μόνο στα πλάσματα που κρατούν
απόσταση το ένα από το άλλο για να μην γίνονται βάρος, αλλά και που
κουβαλάει το ένα το άλλο, όταν ο άνηφορος γίνεται δύσβατος και απότομος.
Κύριο να έχω τον διπλανό μου που απλώνει το χέρι όταν εγώ αφήνομαι να
με τραβήξει το κενό.
Να κρατώ την εικόνα όλων εκείνων που συμπλήρωσαν και συμπληρώνουν το παζλ της ζωής μου. Αυτών που όταν κλείνω τα μάτια μου γίνονται ο εαυτός μου στο πριν και στο τώρα και που με αφήνουν ελεύθερο να αποφασίσω το μετά μου. Από μία σταγόνα βροχής που έπεσε στο μάγουλό μου και με έκανε να κοιτάξω ψηλά, μέχρι ένα μυρμήγκι που περπάτησε στην πατούσα μου και μ’ έκανε να γονατίσω για να κοιτάξω τη γη.
Να λέω «Θεέ μου», για όλα τα όμορφα που συμβαίνουν στον κόσμο αλλά και «Θεέ μου», για όλες τις αδικίες που δεν μπορώ να μηδενίσω. Έτσι μάταια να προσφωνώ το όνομά του για το θαύμα αλλά και για τον θάνατο της ζωής.
Τις Κυριακές να κάνω την πιο σκληρή εργασία από όλες τις ημέρες. Καταγράφοντας τα λάθη των προηγούμενων έξι ημερών. Να μαζεύω τα κομμάτια σε φαράσι και την έβδομη μέρα να τα κολλάω ένα-ένα βασανίζοντας τον εαυτό μου για όλα αυτά που εν τέλει δείλιασα να κάνω.
Να απομυθοποιήσω τους γονείς μου. Να τους φέρω στα ίσα απέναντί μου και να τους αντιμετωπίσω σαν δύο θνητούς. Έτσι να μπορώ να τους κατηγορήσω αλλά και να τους συγχωρήσω τα λάθη. Για να τους θυμάμαι να κρατιούνται σφιχτά σε ένα βαλς που χόρεψαν στην κουζίνα του σπιτιού, αυτός με τα ρούχα της δουλειάς και αυτή με την ποδιά και ένα καθαρισμένο κρεμμύδι στο χέρι.
Να σκοτώνω την ώρα μου χαζεύοντας την κίνηση που κάνει το νερό του ποταμού πάνω από έναν βράχο.Πώς το στέρεο κατατροπώνεται από το άπιαστο. Τόσο απλά και αναίμακτα να μαθαίνω να σκοτώνω το σίγουρο, το στέρεο, το ανίκητο.
Να ερωτεύμομαι και να ερωτροπώ δίχως να καταπιέζομαι από συμβόλαια γήινα που έβαλαν τον έρωτα να χωρέσει σε δύο υπογραφές και σε έναν μάρτυρα. Να ποθώ και να ξυπνάω με καρδιοχτύπι για τον άνθρωπο που θα με χορέψει ένα βαλς, και όχι έναν χορό του Ησαΐα, στην κουζίνα που θα μυρίζει κουνουπίδι.
Να κλέβω και να μην αντιγράφω ό,τι συγκινεί την καρδιά μου και να το κάνω δικό μου. Έναν στίχο του Ελύτη, μία νότα του Χατζιδάκι αλλά και ένα διαμάντι από το λαιμό της φυγόπονης κυράτσας για να το δωρίσω σε μια εργάτρια εργοστασίου όταν θα βγαίνει από την 12ωρη βάρδια της. Να της το φορέσω στο λαιμό που έχει ήδη «σπάσει» στα μόλις 35 της χρόνια.
Να λέω ψέμματα στους υπαλλήλους του κράτους, στο πληρωμένο δικαστή που βγάζει απόφαση πάντα υπέρ του δυνατού, στο αστυνομικό που έσπασε τα κόκκαλα ενός ανήμπορου, στον εφοριακό που ήρθε να βάλει κορδέλα στο μαγαζί του γείτονα που δεν κατάφερε να πληρώσει τους δίκαιους φόρους ενός άδικου κράτους. Να λέω ψέμματα και στον εαυτό μου για να μπορώ να ονειρεύομαι.
Να επιθυμώ να αποκτήσω τον ήσυχο θάνατο του παππού μου, το ταλέντο γραφής του Μαρκές, την αποφασιστικότητα του Γκεβάρα, αλλά ώρες- ώρες και την ελαφρότητα της ξανθιάς, που όταν ο κόσμος καίγεται αυτή χτενίζεται.
Να κρατώ την εικόνα όλων εκείνων που συμπλήρωσαν και συμπληρώνουν το παζλ της ζωής μου. Αυτών που όταν κλείνω τα μάτια μου γίνονται ο εαυτός μου στο πριν και στο τώρα και που με αφήνουν ελεύθερο να αποφασίσω το μετά μου. Από μία σταγόνα βροχής που έπεσε στο μάγουλό μου και με έκανε να κοιτάξω ψηλά, μέχρι ένα μυρμήγκι που περπάτησε στην πατούσα μου και μ’ έκανε να γονατίσω για να κοιτάξω τη γη.
Να λέω «Θεέ μου», για όλα τα όμορφα που συμβαίνουν στον κόσμο αλλά και «Θεέ μου», για όλες τις αδικίες που δεν μπορώ να μηδενίσω. Έτσι μάταια να προσφωνώ το όνομά του για το θαύμα αλλά και για τον θάνατο της ζωής.
Τις Κυριακές να κάνω την πιο σκληρή εργασία από όλες τις ημέρες. Καταγράφοντας τα λάθη των προηγούμενων έξι ημερών. Να μαζεύω τα κομμάτια σε φαράσι και την έβδομη μέρα να τα κολλάω ένα-ένα βασανίζοντας τον εαυτό μου για όλα αυτά που εν τέλει δείλιασα να κάνω.
Να απομυθοποιήσω τους γονείς μου. Να τους φέρω στα ίσα απέναντί μου και να τους αντιμετωπίσω σαν δύο θνητούς. Έτσι να μπορώ να τους κατηγορήσω αλλά και να τους συγχωρήσω τα λάθη. Για να τους θυμάμαι να κρατιούνται σφιχτά σε ένα βαλς που χόρεψαν στην κουζίνα του σπιτιού, αυτός με τα ρούχα της δουλειάς και αυτή με την ποδιά και ένα καθαρισμένο κρεμμύδι στο χέρι.
Να σκοτώνω την ώρα μου χαζεύοντας την κίνηση που κάνει το νερό του ποταμού πάνω από έναν βράχο.Πώς το στέρεο κατατροπώνεται από το άπιαστο. Τόσο απλά και αναίμακτα να μαθαίνω να σκοτώνω το σίγουρο, το στέρεο, το ανίκητο.
Να ερωτεύμομαι και να ερωτροπώ δίχως να καταπιέζομαι από συμβόλαια γήινα που έβαλαν τον έρωτα να χωρέσει σε δύο υπογραφές και σε έναν μάρτυρα. Να ποθώ και να ξυπνάω με καρδιοχτύπι για τον άνθρωπο που θα με χορέψει ένα βαλς, και όχι έναν χορό του Ησαΐα, στην κουζίνα που θα μυρίζει κουνουπίδι.
Να κλέβω και να μην αντιγράφω ό,τι συγκινεί την καρδιά μου και να το κάνω δικό μου. Έναν στίχο του Ελύτη, μία νότα του Χατζιδάκι αλλά και ένα διαμάντι από το λαιμό της φυγόπονης κυράτσας για να το δωρίσω σε μια εργάτρια εργοστασίου όταν θα βγαίνει από την 12ωρη βάρδια της. Να της το φορέσω στο λαιμό που έχει ήδη «σπάσει» στα μόλις 35 της χρόνια.
Να λέω ψέμματα στους υπαλλήλους του κράτους, στο πληρωμένο δικαστή που βγάζει απόφαση πάντα υπέρ του δυνατού, στο αστυνομικό που έσπασε τα κόκκαλα ενός ανήμπορου, στον εφοριακό που ήρθε να βάλει κορδέλα στο μαγαζί του γείτονα που δεν κατάφερε να πληρώσει τους δίκαιους φόρους ενός άδικου κράτους. Να λέω ψέμματα και στον εαυτό μου για να μπορώ να ονειρεύομαι.
Να επιθυμώ να αποκτήσω τον ήσυχο θάνατο του παππού μου, το ταλέντο γραφής του Μαρκές, την αποφασιστικότητα του Γκεβάρα, αλλά ώρες- ώρες και την ελαφρότητα της ξανθιάς, που όταν ο κόσμος καίγεται αυτή χτενίζεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε παρακάτω το σχόλιο σας και στην Υποβολή σχολίου ως: επιλέξτε το Ανώνυμος/η και μετά πατήστε την Δημοσίευση σχολίου
Καλό θα είναι (στο τέλος ή την αρχή του σχολίου σας) αν θέλετε να βάζετε το όνομα σας ή ένα ψευδώνυμο.