Το παρακάτω είναι λίγο μεγάλο αλλά δεν ήξερα τι να αφαιρέσω. Ελπίζω να το βάλετε και να υπάρχουν άνθρωποι που θα τους αγγίξει, μιας και φοβάμαι πολλούς θα τους θυμώσει. Ξέρω πια πως έχω καταχραστεί το χώρο σας, ειδικά με τα κείμενά μου για τον ΜΤ και την «πιεστικότητά» μου, αλλά το είχα ανάγκη να το πω και τελικά είστε οι μόνοι που μπορούμε να εκφραστούμε. Το έχω καιρό μέσα μου, δεν το έβγαζα, αλλά έφτασε ο κόμπος στο χτένι.
«Βλέπω εδώ και καιρό την ανησυχία όλων και προσωπικά μένω σχεδόν ατάραχη. Τα αποτελέσματα της λεγόμενης κρίσης, αν υπάρχει, προσωπικά τα βίωσα από τον Ιανουάριο, λόγω επαγγέλματος.
Μέχρι και ψυχοσωματικά συμπτώματα είχα. Αλλά περιέργως δε με πτόησαν ΤΕΛΙΚΑ. Ίσως δε με πτόησαν γιατί την «κρίση» τη βιώνω χρόνια τώρα. Και το καταλαβαίνω τώρα.
Ήμουν ανήλικη όταν βρέθηκα κυριολεκτικά εκδιωγμένη από το πατρικό σπίτι. Βαρύ πλήγμα, το μεγαλύτερο της ζωής μου. Οι γονείς μου, χωρισμένοι τότε, είναι καλοί άνθρωποι αλλά είναι άνθρωποι με αδυναμίες, δεν τους κατηγορώ. Πάντως ούτε εγώ ήμουν κακό παιδί ούτε αυτοί εγκληματίες. Πλήρωσα πολύ απλά την αφέλειά τους. Η μητέρα μου με έστελνε να μείνω με τον πατέρα μου κι ο πατέρας μου, δεν ξέρω γιατί, αρνούνταν να νοικιάσουμε σπίτι μαζί. Ίσως γιατί κατά βάθος ήθελε να μείνουμε όλοι μαζί σαν οικογένεια. Κι έτσι βρέθηκα σε ένα δωματιάκι σε τριάρι με άλλες 2 άγνωστες. Το δωματιάκι ήταν και υπνοδωμάτιο και χώρος υποδοχής φίλων και χώρος μελέτης. Ευτυχώς ο πατέρας μου μου πλήρωνε το ενοίκιο αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Είχα πολλές ελλείψεις.
Τότε λοιπόν βίωσα απίστευτες συνθήκες μοναξιάς, αφαγίας, αβεβαιότητας. Ως ευαίσθητο παιδί έκλαιγα πιο πολύ για την εγκατάλειψη παρά για το ότι δεν είχα να φάω. Σχολείο το πρωί σε γενικό Λύκειο και βραδινή δουλειά μετά. Και κλάμα.
Στα 18, όταν πια τέλειωσα το Λύκειο, είχα την εντύπωση πως θα άρχιζε η ζωή ΜΟΥ με την έννοια ότι θα έπιανα δουλειά. Κανονική δουλειά εννοώ, όχι «μαύρη», δηλαδή αδήλωτη/ανασφάλιστη δουλειά.. Και δεν είχα ούτε μαύρη δουλειά πια. Το αφεντικό μου από το χειμώνα με έδιωξε όταν του ζήτησα ένσημα. Αύγουστος 1990 κι ακόμη δεν είχα βρει. Κάποια μεσάνυχτα πήγα σε ένα φίλο και γείτονα και του είπα πολύ απλά «Θα με πάρεις στη δουλειά σου;» Μου είπε «ναι» κι έτσι μπόρεσα και κοιμήθηκα. Πόσο περίεργο σε καιρό ειρήνης να είσαι 18 και να μην μπορείς να κοιμηθείς γιατί δεν έχεις να φας...
Τότε εφηύρα το Τ.Χ.Η.Α. (Τυπικός Χαιρετισμός Ήρεμων Αγελάδων). Ήταν γιατί, αν και 18 πια, ένιωθα παιδί, μάλλον γιατί είχε παραταθεί η παιδική ηλικία μέσα μου λόγω της εγκατάλειψης. Κι ήταν ήρεμες αγελάδες όλοι αυτοί που με έβλεπαν ότι είχα ανάγκη και μου χαμογελούσαν τυπικά. Ούτε ένα πιάτο φαγητό δε μου προσέφεραν κι ας το είχα ανάγκη κι ας το έβλεπαν. Ευτυχώς δε ζήτησα κι εγώ ποτέ κι έτσι δε θα είχα τύψεις ότι ζήτησα χάρη από κάποιον που δεν αξίζει. Για την ακρίβεια, το Τ.Χ.Η.Α. το εφηύρα κατά την ώρα της νυχτερινής επίσης «μαύρης» δουλειάς μου (φωτογράφος σε μπουζούκια), όταν ένας από τους πελάτες μου, από αυτούς που κάποιοι αποκαλούν Ελληνάρες, μου φέρθηκε πολύ υποτιμητικά. Επί της ουσίας λοιπόν τίποτα. Ένιωθα πως ζούσα σε ένα μέρος που δεν είχε καμία μέριμνα για την οικογένεια αλλά και περιπτώσεις σαν τη δική μου που είχα και δεν είχα οικογένεια. Θα έπρεπε να ήμουν ορφανή. Αλλά αφού δεν ήμουν; Και έπρεπε παράλληλα να συναγωνιστώ ως ίση προς ίσους άλλους που είχαν πάρει τα εφόδια από το σπίτι. Πώς όμως να διεκδικήσεις μια δουλειά που απαιτεί τα χ προσόντα, όταν εσύ δεν έχεις τα χρήματα για να αποκτήσεις αυτά τα προσόντα; Το έβλεπα αυτό κι ένιωθα τελείως μόνη σε ένα Κράτος που με έβαζε στην αγορά εργασίας χωρίς να με βοηθάει στο ξεκίνημα της ζωής ΜΟΥ.
Αντιμετώπιζα εκμετάλλευση (μαύρη δουλειά, έλλειψη ευκαιριών, απόπειρα εκπόρνευσής μου), αδιαφορία. Θυμάμαι δούλευα σε μαγειρείο όταν ένα βράδυ μετά το σχόλασμα με περίμενε στη στάση ένας από τους θαμώνες και προσφέρθηκε να με πάει στο σπίτι μου και ταυτόχρονα μου έταξε δουλειά. Δέχτηκα κρατώντας τις επιφυλάξεις μου. Δεν είχα τίποτα κι όταν δεν έχεις τίποτα δεν έχεις και τίποτα να χάσεις και το πολύ πολύ να ρίξεις κλωτσιά και «να την κάνεις». Όπως και έκανα, μιας και ο κύριος ήθελε να μου ενοικιάσει γκαρσονιέρα κι όταν του είπα να πάει σε επαγγελματία μου είπε επί λέξει «εσένα θέλω που πλένεις πιάτα».
Όσο δούλευα σε χώρους διασκέδασης, «μαύρα» πάντα, απορούσα με τον πλούτο των ανθρώπων. Έβλεπα μπροστά μου να ξοδεύουν απίστευτα χρήματα σε λουλούδια, φωτογραφίες-απόδειξη του ότι διασκέδασαν και λοιπές κατ εμέ πολυτέλειες. Ακριβά αυτοκίνητα, ακριβά ρούχα, ακριβή διασκέδαση και μια απίστευτη αδιαφορία για το συνάνθρωπο. Απορούσα κι ακόμη απορώ: πώς γίνεται να είσαι χαρούμενος/ατάραχος/ήσυχος, όταν γύρω σου υπάρχουν προβλήματα; Γιατί λυπάσαι τα χρήματα στον άπορο, στον άστεγο, στον χ σε ανάγκη τη στιγμή που μπορείς να ξοδέψεις 500 χιλιάρικα (δραχμές τότε) σε μια νύχτα έτσι «για την πλάκα σου»;
Ευτυχώς για’μένα, στάθηκα αγωνίστρια αλλά και τυχερή και απέκτησα τα περίφημα προσόντα. Σε μεγάλη ηλικία πια μπήκα στο Πανεπιστήμιο, κάτι που έκανα από αγάπη και μάλλον από απωθημένο γιατί στα 18 ήταν πραγματικά αδύνατο.
20 χρόνια μετά πλέον έχω «προσόντα» αλλά με τις νέες ρυθμίσεις είμαι πάλι στο μηδέν. Λέω στον εαυτό μου «πάλι θα τα καταφέρουμε». Αν μη τι άλλο, τα κατάφερα όταν ήμουν πιτσιρίκα, δεν πέθανα, δεν εκπορνεύτηκα, δε χάλασα. Και πάνω απ όλα διατηρώ την ανθρωπιά και την ευαισθησία μου και χαίρομαι γι αυτό. Πλέον μπορώ να αποστομώσω τον οποιοδήποτε ή να φαίνομαι δυναμική, να διεκδικώ κι ακόμη και να τρομάζω αλλά μέσα μου είμαι ευαίσθητη όπως παλιά και πραγματικά χαίρομαι. Και προσπέρασα τα εμπόδια και δεν άλλαξα, δεν τους έμοιασα. Και πάμε μπροστά με συμβάσεις από’δω κι από’κει, με αβεβαιότητα, με λιγοστά χρήματα.
Λυπάμαι τα νέα παιδιά που τα βλέπω να ανησυχούν και καλά κάνουν. Κι όλους τους τίμιους βιοπαλαιστές που δυστυχώς τώρα χάνουν τη δουλειά τους.
Δυστυχώς αισθάνομαι ότι οι περισσότεροι που διαμαρτύρονται το κάνουν γιατί η φωτιά έφτασε στον κ.... τους. Αυτοί που κλείνει το μαγαζί τους, που τους καίει ο ΦΠΑ, που βλέπουν τη σύνταξή τους να μειώνεται, που, που, που. Αναρωτιέμαι: γιατί πρέπει να καεί ο κ.. σου για να διαμαρτυρηθείς; Γιατί ο ένας δε νοιάζεται για τον άλλο; Γιατί, με λίγα λόγια, υπάρχει τόσος εγωισμός; Αυτός που τώρα κλείνει η επιχείρησή του, ήταν καλά όταν ο ίδιος δεν πλήρωνε ένσημα ή έκοβε το μισθό στον υπάλληλό του και με αυτά τα κλεμμένα χρήματα πλήρωνε τις λουλουδούδες; Προς Θεού, δεν αναφέρομαι σε όλους τους επαγγελματίες αλλά δυστυχώς η πραγματικότητα λέει πως έτσι κάνουν πολλοί καταστηματάρχες και γενικώς «αφεντικά».
Το ξέρουμε πια ότι ένα μέρος όσων βιώνουμε τώρα οφείλεται ακριβώς στην παραπάνω πραγματικότητα. Μας «κυβερνούν», λένε, κάποιοι ανίκανοι γιατί κάποιοι τους ψήφισαν για να τακτοποιηθούν οι ίδιοι ή το παιδί τους. Το δημόσιο χρεοκοπεί γιατί προσέλαβαν ψηφοφόρους, λένε. Κάποιοι δεν πλήρωναν την εφορία και φτάσαμε στο σημείο το Κράτος να μην έχει πόρους. Κάποιοι δε δήλωναν υπαλλήλους στο ΙΚΑ και άντε να βρεθούν τα χρήματα για τις συντάξεις… Και θα την πληρώσουν όλοι. Είναι ακριβώς η ίδια λογική. Ας βολευτώ εγώ κι ας πάνε οι άλλοι να πνίγονται. Χαίρονταν κι ήταν ήσυχοι όσοι βολεύτηκαν οι ίδιοι ή το παιδί τους και δεχόντουσαν να φορολογούνται όλοι, ακόμη κι εγώ το εκδιωγμένο παιδί που δεν είχε να φάει. Ήταν ήσυχοι κι αυτοί που δεν πλήρωναν εφορία, ένσημα στον υπάλληλό τους κλπ κλπ.
Ξέρω, κάποιοι θα πουν ότι οι διάφορες κυβερνήσεις έφαγαν τα λεφτά και για τις συντάξεις κλπ. Να μη διαφωνήσω. Αλλά είναι αυτό λογική ώστε να κλέβουν τον εργαζόμενο;
Εγώ λοιπόν τώρα δεν ανησυχώ. Πάντα με λίγα την έβγαζα κι έτσι και τώρα. Γιατί, όταν έχεις μάθει στα λίγα, μπορείς να επιβιώσεις σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Κι από το δωμάτιο των 15 τετραγωνικών μπορείς να επιβιώσεις και σε μεγαλύτερο. Το αντίστροφο, όπως φαίνεται, είναι λίγο δύσκολο.
Ας νιώσουν όλοι επιτέλους όλους όσοι ζούσαν πάντα σε συνθήκες κρίσης και κυρίως στα ορφανά παιδιά. Εγώ τουλάχιστον είχα τον πατέρα μου που μου πλήρωνε το ενοίκιο έστω. Αυτά; Αυτά δεν είχαν τίποτα και πληρώνουν και αυτά την κρίση. Την κρίση των έξυπνων.»
ANAΓΝΩΣΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε παρακάτω το σχόλιο σας και στην Υποβολή σχολίου ως: επιλέξτε το Ανώνυμος/η και μετά πατήστε την Δημοσίευση σχολίου
Καλό θα είναι (στο τέλος ή την αρχή του σχολίου σας) αν θέλετε να βάζετε το όνομα σας ή ένα ψευδώνυμο.