Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
Είδατε τι «αναγκάζεται» να γράψει ένας άνθρωπος στις μέρες μας για να δικαιολογήσει τον ευρωπαϊσμό του; Σωστά είναι αυτά που γράφω, αλλά σημασία έχει, φίλε αναγνώστη, γιατί τα γράφω. Ασπαζόμενος από νωρίς τον ευρωπαϊκό κοσμοπολιτισμό ως κοινωνική θεωρία και πολιτική πρακτική, αναφερόμουν στις ευρωπαϊκές σχέσεις με όρους ευρωπαϊσμού. Σε κάθε μου αναφορά, δηλαδή, υπήρχαν αναπαραστάσεις της ευρωπαϊκής ταυτότητας, που παράλληλα με την εθνική ταυτότητα σχημάτιζαν την έννοια του κοινού συμφέροντος όλων των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Αυτό, βέβαια, ενταγμένο σε μια ευρύτερη κοσμοπολιτική αντίληψη, που συμβολίζει μία μη-εχθρική και μη-ιμπεριαλιστική αντίληψη για τον Άλλον και αποκρυσταλλώνει την ιδέα της ενότητας μέσα από την διαφορετικότητα. Μία κοινή δομή με άλλα λόγια, ικανή να εναρμονίσει διαφορετικά επιμέρους συμφέροντα και λειτουργίες.
Προφανώς αυτή η ιδέα του ευρωπαϊσμού καταλήγει να υπερασπίζεται την ομοσπονδοποίηση της ΕΕ, προνοώντας, όμως, για την δημοκρατική συγκρότηση του νέου πολιτικού οικοδομήματος στην Ευρώπη. Το κριτήριο, δηλαδή, του ευρωπαϊσμού σε κάθε περίπτωση, θα έπρεπε να είναι η δημοκρατική, αποκεντρωμένη και όσο γίνεται λιγότερο γραφειοκρατική και περισσότερο αμεσοδημοκρατική συγκρότηση των θεσμών της ΕΕ. Αυτή η ιδέα, στην μεταβιομηχανική εποχή που διανύουμε, δεν είναι εξωπραγματική, αλλά κάλλιστα θα μπορούσε να λάβει σάρκα και οστά μόνον από κάτω προς τα πάνω: μόνον ως αίτημα της κοινωνίας των πολιτών και προϊόν του αγώνα των ευρωπαϊκών λαϊκών κινημάτων για κοινωνική χειραφέτηση.
Δυστυχώς, τα πράγματα όχι μόνον δεν εξελίχθηκαν προς αυτήν την κατεύθυνση μετά το «Μάαστριχτ», αλλά χειροτέρεψαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε σήμερα να «ντρέπεσαι» να θεωρείσαι ευρωπαϊστής. Η θεσμική συγκρότηση της ΟΝΕ και η εξέλιξή της, καθώς και η οργανική πλέον παρέμβαση του ΔΝΤ στην ευρωζώνη, προσδίδουν μια εντελώς διαφορετική διάσταση στην ΕΕ, που δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τις ιδέες των ευρωπαϊστών. Εμείς γι’ αλλού κινήσαμε και αλλού τα ευρωατλαντικά συμφέροντα και οι τοπικές ευρωπαϊκές ελίτ μας πάνε. Οικονομική διακυβέρνηση δίχως πολιτική ενοποίηση σε απολύτως δημοκρατική βάση με κριτήριο την σύγκλιση όχι των αριθμών και των πολιτικών, αλλά των επιμέρους ευρωπαϊκών κοινωνιών, δεν νοείται. Ενιαία αγορά δίχως κοινή δημοσιονομική πολιτική που θα λαμβάνει υπόψη της και θα προνοεί για τις ιδιαίτερες ανάγκες ανάπτυξης λιγότερο προηγμένων περιοχών της Ένωσης, επίσης δεν νοείται. Ενώ το κοινό νόμισμα με διαφορετική πραγματική αξία από χώρα σε χώρα, ουσιαστικά γίνεται εμπόδιο της σύγκλησης.
Αν συνέχιζα να σταχυολογώ τις αντιδημοκρατικές συνισταμένες της σημερινής ΕΕ, να είστε βέβαιοι ότι θα έγραφα μπόλικες σελίδες. Σημασία, όμως, έχει αν υπάρχει δυνατότητα υπέρβασης αυτών των αδυναμιών, ή όχι. Δεν διατηρώ καμία αμφιβολία ότι η απάντηση είναι αρνητική. Και αυτό γιατί δεν πρόκειται περί αδυναμιών, αλλά ενός concept που δυστυχώς δεν μπορεί να λειτουργήσει με αυτές τις προδιαγραφές. Η μετεξέλιξη της ΕΟΚ σε ΕΕ υπήρξε το βασικό πρόβλημα. Από κει ξεκίνησαν δραματικές δομικές αντινομίες που μεγεθύνθηκαν με την διεύρυνση της ΕΕ, αν και συγκυριακά, εξαιτίας αυτής καλύφθηκαν. Η ΕΕ, για να πλησιάσει έστω την ιδέα του ευρωπαϊσμού, πρέπει να διαλυθεί και να επανιδρυθεί. Με την αναθεώρηση των Συνθηκών δουλειά δεν γίνεται. Χρειάζεται μία νέα Συντακτική Συνθήκη, η οποία προφανώς δεν μπορεί να προκύψει κατά την διάρκεια της κρίσης, αλλά δυνητικά ως αποτέλεσμα αυτής. Ο οικονομισμός και η θεώρηση σοσιαλδημοκρατών και χριστιανοδημοκρατών ότι «όλα είναι οικονομία», δεν συμβαδίζει με το ηθικό και κοινωνικό περιεχόμενο του ευρωπαϊσμού. Οι σχέσεις εξουσίας που έχουν παγιωθεί στην ήπειρό μας και ορίζουν τις επιμέρους σχέσεις μεταξύ κρατών και μεταξύ κεφαλαίου-τεχνολογίας-εργασίας, δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποτελέσουν το θεμέλιο μιας δημοκρατικής ένωσης. Η προσαρμογή του νεοφιλελευθερισμού στον κεϋνσιανισμό των δημοσιονομικών δημιουργεί ένα εκρηκτικό κοκτέιλ για την αδύναμη περιφέρεια της Ένωσης. Πολιτικοοικονομική ένωση δίχως κοινό κοινωνικό μοντέλο δεν θα μπορούσε κανείς λογικός άνθρωπος να διανοηθεί.
Όλα αυτά συνηγορούν υπέρ της διάλυσης της Ένωσης με κοινή πολιτική βούληση των επιμέρους λαών που την συγκροτούν και επανίδρυσή της στην βάση που προδηλώνει το κείμενο αυτό. Σημασία δεν έχει η ΕΕ να ξεπεράσει την παρούσα κρίση με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες, αλλά λαός και ηγεσία να αντιληφθούν ότι η οικονομική κρίση προκάλεσε μία δραματική κρίση της ευρωπαϊκής ταυτότητας, η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με οικονομικά μέσα. Ούτε τα ευρωομόλογα θα σώσουν την Ένωση, ούτε η μετατροπή της ΕΚΤ σε Fed. Ο μη εκπεφρασμένος οραματισμός των σοσιαλνεοφιλελεύθερων της Ευρώπης να μετατρέψουν την ΕΕ σε ΗΠΑ, πέραν του ότι αποτελεί μία «ύπουλη» έκφραση εξουσιαστικών σχέσεων που δήθεν εξορκίζουν, θα υπονομεύσει για πάντα την δημοκρατική προοπτική στην ήπειρό μας, αλλά και την ευημερία των δύο-τρίτων ολόκληρης της ευρωπαϊκής κοινωνίας.
Αυτήν την στιγμή στις Βρυξέλλες επικρέμεται ένα τελεσίγραφο. Το έχει εκδώσει η παγκοσμιοποιημένη χρηματοπιστωτική ελίτ που αντλεί πολιτική δύναμη κυρίως από τις ΗΠΑ και το Λονδίνο: Ή η ΕΕ θα περάσει μέσω μιας οικονομικής διακυβέρνησης σε μια πολιτική ένωση που θα στηρίζεται στις λειτουργικές αρχές των ΗΠΑ, ή θα διαλυθεί. Ουσιαστικά αυτό το δίλημμα, τούτο τον εκβιασμό, διακονεί και ο Γιώργος Παπανδρέου. Κι εμείς συμφωνούμε ότι η ΕΕ πρέπει να διαλυθεί, όχι ασφαλώς καταστροφικά, για να αναδημιουργηθεί πάνω σε δημοκρατικούς πυλώνες, αλλά δεν διανοούμαστε να μετατραπεί η ήπειρός μας σε μια καρικατούρα των ΗΠΑ.
Η κρίση στην ΕΕ που προκλήθηκε από το χρηματοπιστωτικό σύστημα για να θεμελιώσει μια νέα ηγεμονία στον κόσμο υπό την ηγεσία των γνωστών πολιτικοοικονομικών συμφερόντων της παγκοσμιοποίησης, είναι ευκαιρία για αναστοχασμό, τόσο των ευρωπαϊστών όσο και των ευρωσκεπτικιστών. Η ΕΕ βάδιζε προς το αδιέξοδο, αλλά προφανώς δεν είναι ο δρόμος των χρηματιστών αυτός που πρέπει στους λαούς της Ευρώπης, οι οποίοι έχουν ταλαιπωρηθεί αφάνταστα, χύνοντας ποταμούς αίματος στις αναμεταξύ τους συγκρούσεις.
Και οι ιδέες υλική βάση έχουνε. Δεν υπάρχει «…ισμός»
δίχως ηθική υπόσταση, που θεμελιώνεται όμως στη βάση συγκεκριμένων
αναπαραστάσεων εξουσίας, οι οποίες έχουν υλική υποδομή. Ο λόγος δεν
είναι τίποτα άλλο παρά μια συνήθως ατελής προσπάθεια σχηματισμού
μηνύματος, που εμπεριέχει και εκφράζει σχέσεις εξουσίας. Δεν υπάρχει
μήνυμα απαλλαγμένο από κάποια μορφή δοξασίας, που εμφανίζεται να αγνοεί
σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό την υλική βάση των εξουσιαστικών σχέσεων.
Όλες οι λεγόμενες μείζονες θεωρίες της νεωτερικότητας πάσχουν από αυτό το «ελάττωμα». Όλες, ακόμη και οι πλέον υλιστικές. Η ιδεολογία και η κοσμοαντίληψη έρχονται να καλύψουν αυτό το κενό, νομιμοποιώντας υλικές σχέσεις, οι οποίες αλλιώς δύσκολα θα γίνονταν ανεκτές (φυσιολογικές, κοινή λογική). Μέσω αυτών οι υλικές σχέσεις εξανθρωπίζονται και πολιτικοποιούνται για να αναπαραχθούν πάντοτε μεταλλαγμένες. Η επιχείρηση όμως αυτή σε κάποιο βαθμό, συγκαλύπτει τoν εξουσιαστικό χαρακτήρα αυτών των σχέσεων, προσδίδοντας στον καταναγκασμό στοιχεία νομιμοποίησης. Από εκεί κι έπειτα...
Όλες οι λεγόμενες μείζονες θεωρίες της νεωτερικότητας πάσχουν από αυτό το «ελάττωμα». Όλες, ακόμη και οι πλέον υλιστικές. Η ιδεολογία και η κοσμοαντίληψη έρχονται να καλύψουν αυτό το κενό, νομιμοποιώντας υλικές σχέσεις, οι οποίες αλλιώς δύσκολα θα γίνονταν ανεκτές (φυσιολογικές, κοινή λογική). Μέσω αυτών οι υλικές σχέσεις εξανθρωπίζονται και πολιτικοποιούνται για να αναπαραχθούν πάντοτε μεταλλαγμένες. Η επιχείρηση όμως αυτή σε κάποιο βαθμό, συγκαλύπτει τoν εξουσιαστικό χαρακτήρα αυτών των σχέσεων, προσδίδοντας στον καταναγκασμό στοιχεία νομιμοποίησης. Από εκεί κι έπειτα...
την κοινωνιολογία διαδέχεται η ψυχολογία.
Είδατε τι «αναγκάζεται» να γράψει ένας άνθρωπος στις μέρες μας για να δικαιολογήσει τον ευρωπαϊσμό του; Σωστά είναι αυτά που γράφω, αλλά σημασία έχει, φίλε αναγνώστη, γιατί τα γράφω. Ασπαζόμενος από νωρίς τον ευρωπαϊκό κοσμοπολιτισμό ως κοινωνική θεωρία και πολιτική πρακτική, αναφερόμουν στις ευρωπαϊκές σχέσεις με όρους ευρωπαϊσμού. Σε κάθε μου αναφορά, δηλαδή, υπήρχαν αναπαραστάσεις της ευρωπαϊκής ταυτότητας, που παράλληλα με την εθνική ταυτότητα σχημάτιζαν την έννοια του κοινού συμφέροντος όλων των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Αυτό, βέβαια, ενταγμένο σε μια ευρύτερη κοσμοπολιτική αντίληψη, που συμβολίζει μία μη-εχθρική και μη-ιμπεριαλιστική αντίληψη για τον Άλλον και αποκρυσταλλώνει την ιδέα της ενότητας μέσα από την διαφορετικότητα. Μία κοινή δομή με άλλα λόγια, ικανή να εναρμονίσει διαφορετικά επιμέρους συμφέροντα και λειτουργίες.
Προφανώς αυτή η ιδέα του ευρωπαϊσμού καταλήγει να υπερασπίζεται την ομοσπονδοποίηση της ΕΕ, προνοώντας, όμως, για την δημοκρατική συγκρότηση του νέου πολιτικού οικοδομήματος στην Ευρώπη. Το κριτήριο, δηλαδή, του ευρωπαϊσμού σε κάθε περίπτωση, θα έπρεπε να είναι η δημοκρατική, αποκεντρωμένη και όσο γίνεται λιγότερο γραφειοκρατική και περισσότερο αμεσοδημοκρατική συγκρότηση των θεσμών της ΕΕ. Αυτή η ιδέα, στην μεταβιομηχανική εποχή που διανύουμε, δεν είναι εξωπραγματική, αλλά κάλλιστα θα μπορούσε να λάβει σάρκα και οστά μόνον από κάτω προς τα πάνω: μόνον ως αίτημα της κοινωνίας των πολιτών και προϊόν του αγώνα των ευρωπαϊκών λαϊκών κινημάτων για κοινωνική χειραφέτηση.
Δυστυχώς, τα πράγματα όχι μόνον δεν εξελίχθηκαν προς αυτήν την κατεύθυνση μετά το «Μάαστριχτ», αλλά χειροτέρεψαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε σήμερα να «ντρέπεσαι» να θεωρείσαι ευρωπαϊστής. Η θεσμική συγκρότηση της ΟΝΕ και η εξέλιξή της, καθώς και η οργανική πλέον παρέμβαση του ΔΝΤ στην ευρωζώνη, προσδίδουν μια εντελώς διαφορετική διάσταση στην ΕΕ, που δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τις ιδέες των ευρωπαϊστών. Εμείς γι’ αλλού κινήσαμε και αλλού τα ευρωατλαντικά συμφέροντα και οι τοπικές ευρωπαϊκές ελίτ μας πάνε. Οικονομική διακυβέρνηση δίχως πολιτική ενοποίηση σε απολύτως δημοκρατική βάση με κριτήριο την σύγκλιση όχι των αριθμών και των πολιτικών, αλλά των επιμέρους ευρωπαϊκών κοινωνιών, δεν νοείται. Ενιαία αγορά δίχως κοινή δημοσιονομική πολιτική που θα λαμβάνει υπόψη της και θα προνοεί για τις ιδιαίτερες ανάγκες ανάπτυξης λιγότερο προηγμένων περιοχών της Ένωσης, επίσης δεν νοείται. Ενώ το κοινό νόμισμα με διαφορετική πραγματική αξία από χώρα σε χώρα, ουσιαστικά γίνεται εμπόδιο της σύγκλησης.
Αν συνέχιζα να σταχυολογώ τις αντιδημοκρατικές συνισταμένες της σημερινής ΕΕ, να είστε βέβαιοι ότι θα έγραφα μπόλικες σελίδες. Σημασία, όμως, έχει αν υπάρχει δυνατότητα υπέρβασης αυτών των αδυναμιών, ή όχι. Δεν διατηρώ καμία αμφιβολία ότι η απάντηση είναι αρνητική. Και αυτό γιατί δεν πρόκειται περί αδυναμιών, αλλά ενός concept που δυστυχώς δεν μπορεί να λειτουργήσει με αυτές τις προδιαγραφές. Η μετεξέλιξη της ΕΟΚ σε ΕΕ υπήρξε το βασικό πρόβλημα. Από κει ξεκίνησαν δραματικές δομικές αντινομίες που μεγεθύνθηκαν με την διεύρυνση της ΕΕ, αν και συγκυριακά, εξαιτίας αυτής καλύφθηκαν. Η ΕΕ, για να πλησιάσει έστω την ιδέα του ευρωπαϊσμού, πρέπει να διαλυθεί και να επανιδρυθεί. Με την αναθεώρηση των Συνθηκών δουλειά δεν γίνεται. Χρειάζεται μία νέα Συντακτική Συνθήκη, η οποία προφανώς δεν μπορεί να προκύψει κατά την διάρκεια της κρίσης, αλλά δυνητικά ως αποτέλεσμα αυτής. Ο οικονομισμός και η θεώρηση σοσιαλδημοκρατών και χριστιανοδημοκρατών ότι «όλα είναι οικονομία», δεν συμβαδίζει με το ηθικό και κοινωνικό περιεχόμενο του ευρωπαϊσμού. Οι σχέσεις εξουσίας που έχουν παγιωθεί στην ήπειρό μας και ορίζουν τις επιμέρους σχέσεις μεταξύ κρατών και μεταξύ κεφαλαίου-τεχνολογίας-εργασίας, δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποτελέσουν το θεμέλιο μιας δημοκρατικής ένωσης. Η προσαρμογή του νεοφιλελευθερισμού στον κεϋνσιανισμό των δημοσιονομικών δημιουργεί ένα εκρηκτικό κοκτέιλ για την αδύναμη περιφέρεια της Ένωσης. Πολιτικοοικονομική ένωση δίχως κοινό κοινωνικό μοντέλο δεν θα μπορούσε κανείς λογικός άνθρωπος να διανοηθεί.
Όλα αυτά συνηγορούν υπέρ της διάλυσης της Ένωσης με κοινή πολιτική βούληση των επιμέρους λαών που την συγκροτούν και επανίδρυσή της στην βάση που προδηλώνει το κείμενο αυτό. Σημασία δεν έχει η ΕΕ να ξεπεράσει την παρούσα κρίση με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες, αλλά λαός και ηγεσία να αντιληφθούν ότι η οικονομική κρίση προκάλεσε μία δραματική κρίση της ευρωπαϊκής ταυτότητας, η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με οικονομικά μέσα. Ούτε τα ευρωομόλογα θα σώσουν την Ένωση, ούτε η μετατροπή της ΕΚΤ σε Fed. Ο μη εκπεφρασμένος οραματισμός των σοσιαλνεοφιλελεύθερων της Ευρώπης να μετατρέψουν την ΕΕ σε ΗΠΑ, πέραν του ότι αποτελεί μία «ύπουλη» έκφραση εξουσιαστικών σχέσεων που δήθεν εξορκίζουν, θα υπονομεύσει για πάντα την δημοκρατική προοπτική στην ήπειρό μας, αλλά και την ευημερία των δύο-τρίτων ολόκληρης της ευρωπαϊκής κοινωνίας.
Αυτήν την στιγμή στις Βρυξέλλες επικρέμεται ένα τελεσίγραφο. Το έχει εκδώσει η παγκοσμιοποιημένη χρηματοπιστωτική ελίτ που αντλεί πολιτική δύναμη κυρίως από τις ΗΠΑ και το Λονδίνο: Ή η ΕΕ θα περάσει μέσω μιας οικονομικής διακυβέρνησης σε μια πολιτική ένωση που θα στηρίζεται στις λειτουργικές αρχές των ΗΠΑ, ή θα διαλυθεί. Ουσιαστικά αυτό το δίλημμα, τούτο τον εκβιασμό, διακονεί και ο Γιώργος Παπανδρέου. Κι εμείς συμφωνούμε ότι η ΕΕ πρέπει να διαλυθεί, όχι ασφαλώς καταστροφικά, για να αναδημιουργηθεί πάνω σε δημοκρατικούς πυλώνες, αλλά δεν διανοούμαστε να μετατραπεί η ήπειρός μας σε μια καρικατούρα των ΗΠΑ.
Η κρίση στην ΕΕ που προκλήθηκε από το χρηματοπιστωτικό σύστημα για να θεμελιώσει μια νέα ηγεμονία στον κόσμο υπό την ηγεσία των γνωστών πολιτικοοικονομικών συμφερόντων της παγκοσμιοποίησης, είναι ευκαιρία για αναστοχασμό, τόσο των ευρωπαϊστών όσο και των ευρωσκεπτικιστών. Η ΕΕ βάδιζε προς το αδιέξοδο, αλλά προφανώς δεν είναι ο δρόμος των χρηματιστών αυτός που πρέπει στους λαούς της Ευρώπης, οι οποίοι έχουν ταλαιπωρηθεί αφάνταστα, χύνοντας ποταμούς αίματος στις αναμεταξύ τους συγκρούσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε παρακάτω το σχόλιο σας και στην Υποβολή σχολίου ως: επιλέξτε το Ανώνυμος/η και μετά πατήστε την Δημοσίευση σχολίου
Καλό θα είναι (στο τέλος ή την αρχή του σχολίου σας) αν θέλετε να βάζετε το όνομα σας ή ένα ψευδώνυμο.