Με μάτια θολά από τα δάκρυα, και την οργή να φουντώνει μέσα μου, έγραφα αυτό το κείμενο.
Ίσως ήταν η πρώτη φορά, που δεν έγραψα το κείμενό μου χειρόγραφο όπως έκανα πάντα.
Τα συναισθήματα, τόσο έντονα και οι εικόνες τόσο βίαιες, τόσο τραγικές να παρελαύνουν μπροστά στα μάτια μου, «όπλισε» τα χέρια μου και τα πλήκτρα του computer παίρνουν φωτιά. Μια φωτιά, που καμία σχέση δεν έχει μ’ αυτή που τις τελευταίες μέρες καίει τη χώρα μου.
Οι λέξεις μου φαίνονται φτωχές κι ας πιέζουν ασφυχτικά για να καταγραφούν στο χαρτί.
ΠΟΝΑΩ σαν μάνα, για τον άδικο, τον βίαιο, τον αναίτιο χαμό ενός δεκαπεντάχρονου παιδιού.
ΟΡΓΙΖΟΜΑΙ ως άνθρωπος γι αυτή την ανεξήγητη βιαιότητα. Γι αυτό το χωρίς λογική, χωρίς εξήγηση εν ψυχρώ ΕΓΚΛΗΜΑ.
Φτιάχνω με την φαντασία μου τη σκηνή. Δεν είναι δύσκολο. Οι περιγραφές των αυτοπτών μαρτύρων στα τηλεοπτικά κανάλια, στα ραδιόφωνα και στις εφημερίδες, είναι τόσο περιγραφικές, που η φαντασία δεν θέλει πολύ για να στήσει τις εικόνες.
Ένα πρόσωπο σκληρό, ένα βλέμμα παγωμένο, χωρίς συναίσθημα, ένα χέρι που σηκώνεται και σημαδεύει.
Ένα παιδί που το ...
γελαστό παιδικό του πρόσωπο, γεμίζει με φρίκη γι αυτό που βλέπει να έρχεται. Μια σφαίρα, που κόβει το νήμα μιας ζωής, ενός λουλουδιού, που δεν πρόφτασε ν’ ανθίσει.
Δυό μάτια αθώα, που σβήνουν πριν προφτάσουν να εκφράσουν ούτε ένα «ΓΙΑΤΙ», εκτός από ένα «ΑΧ».
Μ’ εάν απλό βογκητό τέλειωσε τούτη η ζωή, πριν καν προλάβει ν’ ανθίσει.
Ένα μικροκαμωμένο παιδικό κορμάκι, που καταρρέει στο τσιμέντο, χωρίς ζωή.
Σ’ ένα παγωμένο τσιμέντο, σαν την παγωνιά της στιγμής.
Μια στιγμή, μια ζωή. Ή μήπως δύο, ή τρις, ή πέντε, ή μια ολόκληρη γενιά, ή όλες οι γενιές των τελευταίων τριάντα χρόνων;
Δεν ξέρω.
Εκείνο που νοιώθω όμως μέσα μου, είναι ότι το παγωμένο χέρι του αστυνομικού, το οπλίσαμε όλοι εμείς.
Εμείς, που τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια, λησμονήσαμε εκείνες τις μέρες στο Πολυτεχνείο…
Ίσως γιατί δεν μπορούσαμε να φανταστούμε, ότι όταν το Πολυτεχνείο έκλεινε τις πόρτες του στις 17 Νοέμβρη του 1973, μ’ εκείνον τον ξεσηκωμό των φοιτητών, των εργατών, του κόσμου, άνοιγε τις πόρτες του για να ξαναγεννηθεί το αυγό του φιδιού.
Το αυγό, που έθρεψαν κάποιοι από κείνους που ξεπούλησαν το Πολυτεχνείο, που το αντάλλαξαν, που το εξαργύρωσαν.
Νοιώσαμε πως η Δημοκρατία που ξανάρθε στον τόπο, θα ήταν η εγγύηση, η νέα ζωή, το καλλίτερο μέλλον.
Μεθυσμένοι από την αναγεννημένη … «Δημοκρατία», νομίσαμε πως το μέλλον διαγραφόταν αισιόδοξο.
Πόσο γελαστήκαμε....
Πόσο καθησυχάσαμε, πόσο επαναπαυτήκαμε σ’ αυτή την εύθραυστη εικόνα της Δημοκρατίας…
Κι αράξαμε στον καναπέ μας, και βάλαμε τα κουστούμια και τα ταγιέρ μας, κι ορμήσαμε στο κυνήγι της εφήμερης καθημερινότητας.
Και κάπου εκεί, στην προσπάθειά μας για να κερδίσουμε όσα μας στέρησε η χούντα, χάσαμε το δρόμο, χάσαμε τον εαυτό μας, ξεχάσαμε το συνθήματά μας, σκληρύναμε, γίναμε μηχανές, γίναμε αδιάφοροι για τον γείτονα, για τον φίλο. Γίναμε ατομιστές. Την πάρτη μας και τίποτ’ άλλο. Κι ας καίγεται ο κόσμος γύρω μας.
ΨΩΜΙ – ΠΑΙΔΕΙΑ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ…
Και το ΨΩΜΙ μας, έγινε «παντεσπάνι», αλλά κανείς μας δεν πήρε χαμπάρι ότι τόχαμε ποτίσει με αρσενικό που μας μόλυνε κάθε μέρα και μας κατέστρεφε λίγο λίγο.
Και η ΠΑΙΔΕΙΑ μας, έγινε πλαστελίνη στα χέρια αυτών που εξαργύρωσαν τη στολή του φοιτητή στο Πολυτεχνείο, με τη στολή του γιάπη σε κάποια ακριβά αμειβόμενη θέση υπουργού, συμβούλου και τεχνοκράτη.
Κι η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ μας, αυτή που νομίζαμε οι αφελείς ότι κερδίσαμε, έγινε η πιο σκληρή μας φυλακή. Αυτή που φυλάκισε τα όνειρά μας και τα κλειδαμπάρωσε στο σεντούκι της μνήμης. Αυτή που φυλάκισε την ψυχή μας και την έκανε αδιάφορη για τον διπλανό. Αυτή που ταξείδεψε τη σκέψη μας, στη χώρα του Όργουελ.
Γι εκείνες οι στιγμές, που κρεμασμένοι στα κάγκελα προκαλούσαμε τα τανκς των συνταγματαρχών, ξεχάστηκαν και τριάντα πέντε χρόνια τώρα, προκαλούμε την ίδια μας τη ζωή.
Κι απ’ την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, περάσαμε στον σκοταδισμό.
Την τραγική εκείνη νύχτα που το πρώτο τανκ γκρέμιζε την πόρτα του Πολυτεχνείου, ξεκίνησε να γράφεται μια άλλη ιστορία, που στα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι σήμερα, κτίζεται σιγά – σιγά και μεθοδικά απ’ αυτούς που πρόδωσαν το Πολυτεχνείο.
Οι Αξίες, οι Αρχές και τα Πρότυπα, χάθηκαν. Αντικαταστάθηκαν από «το νόμιμο άρα και … ηθικό», από τα πολυτελή σπίτια, τα πολυτελή αυτοκίνητα, τα κότερα και τις πισίνες.
Κι έγινε η γειτονιά της Καισαριανής, πολύ ταπεινή για τους γιάπηδες, τους κουμπάρους και τους … ουρανοκατέβατους, τις Λεγεώνες των Ξένων, τους χρηματιστές και τους Ζαχόπουλους, τους Νεονάκηδες, τους Τσουκάτους, τους Τσοχατζόπουλους και τους Παπαντωνίου, τους Βουλγαράκηδες, τους Μπασιάκους, τους Δούκες και τους Κοντούς, τους Μαγγίνες και τους Ρουσόπουλους, τους ξεβράκωτους που πλούτισαν πίνοντας το αίμα των πολιτών, τους Στέγκους και τους «εθνικούς εργολάβους», τους λατόμους και τους νταβατζήδες τους, τους αιρετούς που ξεπουλούν δημόσια γη, τους Εφραίμηδες και τους Παντελεήμονες με το ενάμισι δις «το κάτι τις για τα γεράματά τους», τους Γιοσάκηδες και τους επίορκους δικαστές, τους Πελέκηδες και τις off shore με το «μαύρο χρήμα», τα «κωλόσπιτα» και τις πουτάνες πολυτελείας που έγιναν κυρίες, τους πολιτικούς που κλεισμένοι μέσα στα πολυτελή αυτοκίνητά τους και τους πρωθυπουργικούς τους θώκους, ξέχασαν τους πολίτες, και το μόνο που τους ένοιαζε ήταν τι θ’ αρπάξουν στα χρόνια που κυβερνούν.
Όλοι αυτοί, μας οδήγησαν τούτη τη χώρα στη σήψη και κανείς τους ποτέ δεν τιμωρήθηκε. Κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει.
Κάπου δυο χρόνια πριν το Πολυτεχνείο γεννήθηκε ο αστυνομικός «ράμπο», που ‘γινε φονιάς του Αλέξανδρου.
Αυτή η σαπίλα τον εξέθρεψε. Αυτή η σαπίλα γέμισε βία την ψυχή και μούδιασε τη σκέψη του. Όλη αυτή η σαπίλα όπλισε το χέρι του.
Όλη αυτή η σαπίλα, κρύβεται πίσω από το χέρι που σήκωσε το υπηρεσιακό όπλο και σημάδεψε στην καρδιά του Αλέξανδρου, στην καρδιά της Δημοκρατίας.
Κι έγινε ο Αλέξανδρος ΣΥΜΒΟΛΟ.
ΣΥΜΒΟΛΟ της νέας γενιάς, που μας πέταξε στα μούτρα την αηδία της.
Τόχετε καταλάβει; Γιατί εγώ, την ένοιωσα βαριά πάνω στο πρόσωπό μου τούτη την αηδία.
Τούτη τη σιχαμάρα της νεολαίας.
Κι ας νοιώθω μέσα μου, πως αυτή η δολοφονία, δεν είναι τυχαία. Τούτες οι εικόνες της ντροπής, της καταστροφής της περιουσίας του εμποράκου, τούτο το πλιάτσικο που διασύρει τη χώρα μου διεθνώς, δεν είναι τυχαίο.
Το Βατοπέδι, έκαιγε κι έπρεπε να υποβαθμιστεί. Να μπει σε δεύτερη μοίρα. Να ξεχαστούν οι ξαφνικοί πλουτισμοί των ενορχηστρωτών, να πέσουν στα μαλακά οι αποκαλύψεις των ιδιωτικών off shore του υπουργού που έμπλεξε το «νόμιμο» με το «ηθικό», να υποβαθμιστούν οι υπογραφές των … παρασυρμένων υπουργών.
Σαν την γάτα που σκεπάζει σάτρα – πάτρα τα κόπρανά της, προσπάθησαν να κουκουλώσουν τα δικά τους κόπρανα, έτσι όπως τα «σκέπασαν» (;) και οι προηγούμενοι με τα Χρηματιστήρια και τους Στέγκους.
Έτσι όπως οι πιο προηγούμενοι, εκεί κάπου στο 1990, «κουκούλωσαν» τη δολοφονία του Τεμπονέρα και οι Καλαμπόκηδες, εξακολουθούν να ζουν και να κυκλοφορούν ανάμεσά μας.
Έτσι όπως κουκούλωσαν όπως - όπως την τραγωδία στην Πελοπόννησο με τις φωτιές που στοίχισαν τη ζωή σε 75 συνανθρώπους μας και την καταστροφή περιουσιών.
Αναμενόμενη η βία. Αναμενόμενο το φονικό. Αναμενόμενη η καταστροφή. Αναμενόμενη η οργή κι ήθελε μια αφορμή για να ξεσπάσει.
Πονάει τούτη η «αφορμή», γιατί στοίχισε τη ζωή σ’ ένα παιδί.
Πονάει τούτη η «αφορμή», γιατί διασύρει τη χώρα μας.
Πονάει τούτη η «αφορμή», γιατί μας αναγκάζει να σηκωθούμε από τη βολή του καναπέ μας, και να αντιμετωπίσουμε κατάματα την κατάντια μας. Αυτή που τόσα χρόνια την είχαμε κρύψει πάνω από τόνους αναισθησίας, απάθειας και βολέματος.
Δεν ξέρω αν πρέπει να μισήσω τον αστυνόμο – φονιά, ή να κλάψω γι αυτόν.
Δεν ξέρω αν πρέπει να κλάψω για τον Αλέξη.
Δεν ξέρω αν πρέπει να λυπηθώ για τον εμποράκο που η περιουσία του καταστράφηκε από τον κουκουλοφόρο εντεταλμένο της εξουσίας κι όχι από τον κουκουλοφόρο της αντίστασης στο σάπιο σύστημα.
Δεν ξέρω αν πρέπει να οργιστώ για το πλιάτσικο από τις ορδές των πεινασμένων προσφύγων.
Δεν ξέρω αν πρέπει να πάψω να πιστεύω στον Θεό. Αυτόν τον Θεό, που μ’ άφησε να φτιάχνω μόνη μου την απαξιωμένη ζωή μου και μιζέρια της καθημερινότητάς μου.
Αυτόν τον Θεό, που δεν μου ‘δωσε κρίση και στις εκλογές ψηφίζω τους ανίκανους, τα λαμόγια και τους διεφθαρμένους, που μ’ έκανε «κολλημένη» σ’ ένα κόμμα, σε μια
Δημοτική ή Νομαρχιακή παράταξη.
Μαζόχα για να μπορώ κάπου να χωθώ, μια θεσούλα στο δημόσιο τουλάχιστον.
Δεν με νοιάζει πόσα κλέβετε, πόσο αρμέγετε τούτη τη χώρα. Φτάνει εγώ να βολευτώ κάπου.
Δεν με νοιάζει αν διασύρεται η χώρα μου, αν όλες οι εφημερίδες και οι τηλεοράσεις του κόσμου, λένε ότι «Η Ελλάδα σείεται από μια κυβέρνηση διεφθαρμένη, χωμένη στα σκάνδαλα και στη διαπλοκή. Ανίκανη να αντιδράσει η κυβέρνηση των σκανδάλων και της διαφθοράς».
Εμένα, το μόνο που με νοιάζει, είναι να βολευτώ κάπου. Δεν πάει να καεί όλη η χώρα…
Έτσι μ’ έμαθαν. Έτσι διαμόρφωσαν τη ζωή μου πάνω από τρεις δεκαετίες, αυτοί που μαζί τους αγωνίστηκα μέσα στο Πολυτεχνείο. Πιόνι στα χέρια τους έγινα.
Μαριονέτα που την κινούν όπως θέλουν αυτοί. Οργουελικό ανθρωπάκι χωρίς κρίση, χωρίς ελπίδα, χωρίς πνοή, χωρίς όνειρα. Ένα μηχανικό ανθρωπάκι.
Δεν φταίνε αυτοί.
ΕΓΩ ΦΤΑΙΩ.
ΕΓΩ τους άφησα να με εκμεταλλευθούν.
Εγώ τους επέτρεψα να διαφεντεύουν τη ζωή μου.
Έτσι όπως τους άφησες κι ΕΣΥ να διαφεντέψουν τη δική σου ζωή.
Γιατί κι εσύ, κάπου να βολευτείς ήθελες δύστυχε.
Κάπου να βολέψεις το παιδί σου, όπως κι εγώ.
Ίδιοι είμαστε, κι ας μην σε ξέρω.
Ίδια η μοίρα μας, κι ας μην συναντηθήκαμε ποτέ.
Κι εσένα οι ίδιοι νταβατζήδες σε διαφεντεύουν. Σαν αυτούς που διαφεντεύουν και τη δική μου τη ζωή.
Αυτοί που βιάζουν την ψυχή και το μυαλό μου, βιάζουν και τη δική σου την ψυχή, βιάζουν και το δικό σου μυαλό.
Μοιάζουμε στη δυστυχία και στη μιζέρια, φίλε μου.
Κι εσύ, κι εγώ, θυμωμένοι είμαστε με τον αστυνόμο – φονιά, γιατί μας έβγαλε από τον ψεύτικο κόσμο μας.
Κι εσύ κι εγώ, πονάμε. Όχι όμως για τον δεκαπεντάχρονο Αλέξανδρο, αλλά γιατί τούτη η εν ψυχρώ δολοφονία, μας ξύπνησε από τα μαύρα μας μεσάνυχτα, από την αληθινή ζωή, από τις αληθινές αξίες που μας γαλούχησαν οι γονείς μας.
Αυτές τις αληθινές αξίες, που θάψαμε, κάτω από τις ερπύστριες του τανκ εκείνη τη βραδιά του Πολυτεχνείου.
Εκεί τελείωσε και η δική μας αληθινή ζωή. Εκεί ποδοπατήθηκαν κάτω από το τάνκ και τα δικά μας όνειρα, οι δικές μας ελπίδες, γιατί κάποιοι από μας, είχαν ήδη πάρει το σακουλάκι με τα τριάκοντα αργύρια.
Κάποιοι, είχαν ήδη πουλήσει τις ελπίδες και τα όνειρα που κτίσαμε πριν ξεκινήσουμε τον τίμιο αγώνα κατά των συνταγματαρχών.
Πουλημένος ήταν ο αγώνας μας, φίλε μου. Πουλημένος από την πρώτη στιγμή, κι ας μην το ξέραμε. Γιατί κάποιοι είχαν αποφασίσει πριν από μας, για τους νέους συνταγματάρχες που θα κουμαντάριζαν τις ζωές μας.
Μόνο που τους έντυσαν με τον μανδύα της … «Δημοκρατίας». Τους φόρεσαν και τις κουκούλες των δοσίλογων κι άρχισε η κατηφόρα.
Κι έτσι φτάσαμε στην δολοφονία του Τεμπονέρα, επί υπουργίας Βασίλη Κοντογιαννόπουλου. Νέα Δημοκρατία τότε.
Τα ‘ζησα από κοντά τα γεγονότα. ΑΠΟ ΠΟΛΥ ΚΟΝΤΑ.
Αλλά φοβήθηκα. ΚΙΟΤΕΨΑ και κράτησα την ΑΛΗΘΕΙΑ μέσα μου, γιατί ένας δημοσιογράφος, κάποιοι φίλοι, μου είπαν ότι «αν μιλήσεις θα σε βρουν σε κανένα χαντάκι, κι έχεις παιδιά να μεγαλώσεις».
Και προσπάθησα να ξεχάσω όσα ήξερα. Και λίγα χρόνια μετά, ο ηθικός αυτουργός εκείνης της δολοφονίας, ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος, έγινε υπουργός του ΠΑΣΟΚ.
ΣΙΧΑΘΗΚΑ. ΑΗΔΙΑΣΑ.
Όπως αηδίασαν χιλιάδες άλλοι, που έβλεπαν τα «συγκοινωνούντα δοχεία» του δικομματισμού.
Κι έτσι φτάσαμε στην δολοφονία του Αλέξη, εκεί κοντά στα ΝικολοΒάρβαρα, που λέει κι ο λαός μας. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα.
Έτσι φτάσαμε στα καμένα και λεηλατημένα μαγαζιά, του εμποράκου και του μισθωτού που δεν θα κάνουν Χριστούγεννα.
Έτσι φτάσαμε σε μια ξεσηκωμένη γενιά δεκαπεντάχρονων και δεξαεξάχρονων που μας κοιτάζει και μας φτύνει με αηδία.
Το γλυκό πρόσωπο του Αλέξη, με κοιτάζει μέσα από την οθόνη της τηλεόρασης, μέσα από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.
Νοιώθω τα αγνά παιδικά μάτια του, να καρφώνονται πάνω σε όλους εμάς και να διεισδύουν στο μυαλό και στην ψυχή μας.
Νοιώθω τα μάτια του να μας ρωτούν :
«ΓΙΑΤΙ»;
Εγώ, δεν μπορώ να του απαντήσω.
ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ, γιατί στο παγωμένο πια πρόσωπο του Αλέξη, που θα μπορούσε να είναι το δικό μου παιδί, πρόδωσα τα δικά μου όνειρα.
Θα πρέπει να ντρέπεσαι φίλε μου, γιατί στο παγωμένο πια πρόσωπο του Αλέξη, που θα μπορούσε να είναι δικό σου παιδί, πρόδωσες τα δικά σου όνειρα.
Τα δικά μου και τα δικά σου προδομένα όνειρα όπλισαν το χέρι του φονιά.
Έρχονται Χριστούγεννα.
ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, ΜΗΝ ΓΕΝΝΗΘΕΙΣ!
Ο ΑΛΕΞΗΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ ΕΔΩ!
Τον σκοτώσαμε ΟΛΟΙ ΕΜΕΙΣ…
*Το κείμενο αυτό, δημοσιεύτηκε στα ΑΤΤΙΚΑ ΝΕΑ και στην προσωπική μου στήλη "Σε πρώτο πρόσωπο", πριν από δύο χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε παρακάτω το σχόλιο σας και στην Υποβολή σχολίου ως: επιλέξτε το Ανώνυμος/η και μετά πατήστε την Δημοσίευση σχολίου
Καλό θα είναι (στο τέλος ή την αρχή του σχολίου σας) αν θέλετε να βάζετε το όνομα σας ή ένα ψευδώνυμο.