Μεγαλοβδομαδιάτικα
Του Θανάση Νικολαΐδη
ΤΕΤΟΙΕΣ μέρες, απολαμβάναμε
κλασική μουσική. Από δυσεύρετα οπτικοακουστικά μέσα, το εξής…ραδιόφωνο. Σε
ατμόσφαιρα μεγαλοβδομαδιάτικη και με «συμμετοχή» στο θείο δράμα. Και ήταν
μαγεία και αναζήτηση, παιδεία και πολιτισμός. Εμβαθύναμε στον Μπετόβεν (να
στοχάζεται), τον Σούμπερτ (να ονειροπολεί), τον Μότσαρτ (να παιχνιδίζει), τον
Μπαχ (να προσεύχεται).
ΥΣΤΕΡΑ πλάκωσαν τα
μπουζούκια. Δειλά στην αρχή, κι όλο επέκτειναν τις ώρες και τις μέρες,
επιτείνοντας στην αναζήτηση της πενιάς και δυναμώνοντας την ένταση. Μεγάλη
βδομάδα της «απελευθέρωσης» απ’ τα κλασικά και καθιερωμένα, μια απομάκρυνση απ’
τα κλασικά και καθιερωμένα της μεγάλη Εβδομάδας και προσαρμογή στα σύγχρονα και
μοντέρνα. Χωρίς όρια τα ερεθίσματα της ψυχής του-αναντίρρητου υποδοχέα της κάθε
τηλεοπτικής σαχλαμάρας, για να ξεσπάει ο…γλεντζές, «αναστάσιμα», πνιγμένος στο
θρυμματισμένο πιατικό και με την αοιδό στο λουλουδικό. Πληρωμένα απ’ τον ιδρώτα
είτε το (θαλασσο)δάνειο; Γνήσια έκφραση παραδεισιακής ελληνικής μαγκιάς, έτσι
κι αλλιώς, τρόπος «έκφρασης» και απόπειρα κοινωνικής καταξίωσης, επίδειξης και
πλούτου μέσα τη μονοσήμαντη επιλογή (μπουζούκι) και του τόπου (σκυλάδικο).
ΣΗΜΕΡΑ; Έπεσαν οι τόνοι,
άδειασαν οι ναοί της ιεροτελεστίας του μπουζουκιού, ατόνησε η πενιά, λιγόστεψαν
οι «γλεντζέδες» (μη δώσουν στόχο ως ευωχούμενοι σε περίοδο κρίσης) και στέρεψαν
τα ανθόλουτρα. Τέλος τα χυμένα ουίσκι στην πίστα, και τα ευτυχισμένα χαμόγελα
του «φτιαγμένου» (ενίοτε καψούρη) που θα πλήρωνε, τέλος(;) εποχής για πρώτο
τραπέζι-πίστα. Είναι το κλίμα (της κρίσης) ανάγκασε τον «κοσμικό» να «καταθέσει
τα όπλα» και όχι η ατμόσφαιρα των ημερών με το θείο δράμα για την κορύφωσή του.
ΔΕΝ θα γράφαμε τα παραπάνω,
αν δεν όριζε τη σχολική ζωή η μικρομέγαλη συμπεριφορά των μαθητών/μαθητριών, με
αποκορύφωμα τη σχολική βία. Σε σύγχρονα σχολεία με το κομπιούτερ να «διδάσκει»,
τον δάσκαλο επαγγελματία κι όλους πεσμένους στα «έτοιμα», εύκολα και
αποστηθισμένα. Και, βέβαια, δεν ευθύνονται τα παιδιά για τη δοσμένη «λευτεριά»
που οδηγεί σε ατραπούς με αδιέξοδα. Το «σύστημα» είναι αλλονών δουλειά. Το ίδιο
και η ευθύνη για τη συντήρησή του.
ΔΕΝ θα’ χαμε τη σχολική
αταξία με τη σχολική βία φυσική κατάληξη, αν μαθαίναμε το παιδί να πειθαρχεί.
Εξ απαλών ονύχων του και δεν είναι καταναγκασμός. Είναι φροντίδα, προφύλαξη και
αγάπη. Κι αν καταφέρναμε να του/της εμπνεύσουμε ως τίτλο τιμής τη μαθητική του
ιδιότητα, δεν θα θερίζαμε θύελλες της σχολικής ανυπακοής που δημιουργεί
θρασύδειλους ταραξίες αντί αγωνιστές και πραγματικούς επαναστάτες.